Η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά (ή Μονή Σουμελά) είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι, σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Tο 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος πάνω στους όρους Μελά, κοντά στην πόλη Τραπεζούντα, ιδρύθηκαν αυτό το μοναστήρι αφιερωμένο της ιερής εικόνας της Παναγίας της Aθηνιώτισσας που σύμφωνα με την παράδοση είχε μεταφερθεί από αγγέλους. Δημιουργός του ιερού είναι ο Eυαγγελιστής Λουκάς. Tο 1923 οι μοναχοί, όπως και το σύνολο του χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου, άφησε την Μονή και υπό τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης μετακόμισε στην Ελλάδα. Η ίδια την Ιερά, μετά από 1,629 χρόνια ύπαρξης, λεηλατήθηκε από Τούρκων εθνικιστών.

 

Η ίδρυση της μονής

Η εικόνα της Παναγίας μετά το θάνατο του Λουκά αποθηκεύτηκε στην Αθήνα σε έναν από τους ναούς προς τιμήν της Μητέρας του Θεού, όπου έμεινε μέχρι να βγει ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α (379-395). Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά προοριζόταν να είναι η μεσολάβηση των Ποντιακών Ελλήνων. Οι ιδρυτές του μοναστηριού, που ήταν αφιερωμένο στην Εικόνα της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο ήταν ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος. Μετά την εμφάνιση της Παναγίας, πήραν το μαντείο και επισκέφθηκαν έναν από τους αθηναϊκούς ναούς, στον οποίο διατηρήθηκε η θαυματουργή εικόνα. Μετά τη δεύτερη εμφάνιση της Παναγίας, προορίζονταν να πάνε στον Πόντο στο όρος Μέλα. Εν τω μεταξύ μπροστά στα μάτια τους η εικόνα είχε μεταφερθεί από δυο αγγέλους.

Μετά από μακρές μέρες περιπλάνησης και αναζήτησης, ο Βαρνάβα και ο Σοφρώνιος κατάφεραν να φτάσουν στον τόπο που τους υποδείχθηκε. Η θαυματουργή εικόνα ήταν σε ένα σπήλαιο σε μια ψηλή απότομη πλαγιά. Η κύρια δυσκολία για τους μοναχούς ήταν ότι δεν υπήρχαν πηγές νερού κοντά. Οι προσευχές των μοναχών για βοήθεια στέφθηκαν με ένα θαύμα. Το ιερό νερό που προέρχεται από την πηγή των Τούρκων μέχρι σήμερα αποκαλείται στα ελληνικά “Αγίασμα”.

Χάρη στην υποστήριξη της Μητέρας του Θεού, οι πρώτοι μοναχοί στο Όρος Μέλα δεν στερήθηκαν ποτέ από φαγητό και νερό. Με την πάροδο του χρόνου, το μοναστήρι έγινε γνωστό σε όλη την περιοχή. Οι ντόπιοι Χριστιανοί, παρά τη δύσκολη αναρρίχηση στην κορυφή του βουνού, ήρθαν να προσκυνήσουν την εικόνα. Ο αριθμός των μοναχών έχει επίσης αυξηθεί.

Με την υποστήριξη της γειτονικής Μονής Βαζέλων, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έχτισαν στο σπήλαιο ένα κελλί και ένα καθολικό – η Εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Σταδιακά, με βάση τις ιδιαιτερότητες του βουνού, άρχισε να διαμορφώνεται ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα πολυκατοικίας που αποτελείται από οικιστικά και εμπορικά καταστήματα. Δώδεκα χιλιόμετρα από το μοναστήρι, κοντά στο χωριό Σκαλίτα, χτίστηκε ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και της Ελένης. Δύο χιλιόμετρα μακριά χτίστηκε το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας. Ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος ανέβηκαν στον ουρανό την ίδια ημέρα το 412. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους και στους επόμενους αιώνες, το μοναστήρι άκμασε.


 

Η ιερή άνοιξη προσελκύει προσκυνητές στο μοναστήρι μέχρι σήμερα. Παρά τις μακρές δεκαετίες αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι ποντιακοί Χριστιανοί από διάφορα μέρη του κόσμου τείνουν να φτάνουν στο μοναστήρι αφιερωμένο στην προστάτιδα τους. Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά συμβολίζει τον Πόντο, καθώς η ακρόπολη συμβολίζει κάθε αρχαία ελληνική πόλη και την Ακρόπολη της Αθήνας – την Αθήνα

 

 

Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός

Μεταφράζει η Ανούς Αχοΐαν

 

Πηγή